καγχαλώ

καγχαλώ
καγχαλῶ, -άω και στον Ομ. -όω (Α)
1. γελώ δυνατά και με χλευασμό, καγχάζω
2. γελώ από υπερβολική χαρά, χαίρομαι υπερβολικά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σχηματισμένο πιθ. από ονοματοποιία. Από πολλούς συνδέεται με τα κακχάζω, καγχάζω, οπότε όμως η κατάλ. -αλάω, -αλῶ παραμένει ανερμήνευτη. Σύμφωνα με άλλη άποψη, που μαρτυρείται πρώτα στον Απολλώνιο τον Σοφιστή, η λ. είναι αναδιπλασιασμένος τ. του ρ. χαλάω, - «χαλαρώνω»: καγχαλῶ < *χαλχαλ-, με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καγχαλῶ — καγχαλάω rejoice pres imperat mp 2nd sg καγχαλάω rejoice pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καγχαλάω rejoice pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καγχαλάω rejoice pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καγχαλάω rejoice pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καγχαλίζομαι — και καγχῶμαι, άομαι (Α) καγχαλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. καγχαλῶ αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ.: «καγχαλίζεται χαίρει, ἱλαρύνει»] …   Dictionary of Greek

  • καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] …   Dictionary of Greek

  • καγχλάζω — (Α) καγχάζω («καγχλάζει ἀθρόως γελᾷ», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών καγχάζω + καγχαλώ αντί *καγχάλζω] …   Dictionary of Greek

  • περικαγχαλώ — άω, Α γελώ για κάτι ή, κυρίως για ζώα, πηδώ εδώ κι εκεί από χαρά («μητέρας ἐκ βοτάνης ἔριφοι περικαγχαλόωντες πολλῇ γηθοσύνη... δέχονται», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καγχαλῶ «γελώ ηχηρά, καγχάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”