- καγχαλώ
- καγχαλῶ, -άω και στον Ομ. -όω (Α)1. γελώ δυνατά και με χλευασμό, καγχάζω2. γελώ από υπερβολική χαρά, χαίρομαι υπερβολικά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σχηματισμένο πιθ. από ονοματοποιία. Από πολλούς συνδέεται με τα κακχάζω, καγχάζω, οπότε όμως η κατάλ. -αλάω, -αλῶ παραμένει ανερμήνευτη. Σύμφωνα με άλλη άποψη, που μαρτυρείται πρώτα στον Απολλώνιο τον Σοφιστή, η λ. είναι αναδιπλασιασμένος τ. του ρ. χαλάω, -ῶ «χαλαρώνω»: καγχαλῶ < *χαλχαλ-, με ανομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.